πτερύγιο

πτερύγιο
το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, -υγος]
1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ.
γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.)
2. όργανο κολύμβησης ορισμένων υδρόβιων σπονδυλοζώων και κεφαλόποδων μαλακίων
3. το μέρος τού ανθρώπινου σώματος δίπλα στην ωμοπλάτη
4. ο ινοχόνδρινος πτερυγοειδής σχηματισμός που αποτελεί το εξωτερικό τμήμα τού έξω ωτός, ό,τι κοινώς ονομάζεται αφτί
5. το κάτω κινητό τμήμα τού πλάγιου τοιχώματος τής μύτης
6. ιατρ. μεμβρανώδης τριγωνική πτυχή που αναπτύσσεται συνήθως από τον κανθό τού οφθαλμού προς τον κερατοειδή
7. σαρκώδες έκφυμα, εξόγκωμα
νεοελλ.
1. ζωολ. βασικό τμήμα τού σκελετού τών ζυγών πτερυγίων τών ψαριών, απευθείας αρθρωμένο με την ωμική ή την πυελική ζώνη
2. στρ. μικρή προεξοχή στο πίσω μέρος τής κυλινδρικής επιφάνειας βλήματος
3. τεχνολ. καθένα από τα ενεργά στοιχεία τού στάτορα και τού ρότορα στροβίλου ή αεροσυμπιεστή, το οποίο αποτελείται από έλασμα που έχει μορφή αεροτομής
4. ναυτ. το ύφαλο τμήμα τού πηδαλίου τού πλοίου
5. φρ. α) «πτερύγιο καμπυλότητας»
(αερον.) αρθρωτή επιφάνεια σχετικά μικρού πλάτους και μεγάλου μήκους, προσαρμοσμένη στο χείλος εκφυγής τής πτέρυγας τού αεροπλάνου, αριστερά και δεξιά, που διευκολύνει τους χειρισμούς προσγείωσης
β) «πτερύγιο κλίσης»
(αερον.) πτερύγιο προσαρμοσμένο στο χείλος εκφυγής τής πτέρυγας αεροπλάνου, με το οποίο ρυθμίζεται η άνοδος ή η κάθοδος τού σκάφους, αλλ. πτερύγιο ύψους-βάθους
γ) «πτερύγιο τού τραχήλου»
ιατρ. συγγενής πτερυγοειδής δερματική πτυχή από τη μαστοειδή προς την ακρωμιακή χώρα
δ) «πτερύγιο ψύξης»
τεχνολ. καθεμιά από τις μεταλλικές προεξοχές, με μορφή λεπτού φύλλου, ενός θερμαινόμενου εξαρτήματος μηχανής, όπως είναι λ.χ. τα πτερύγια που περιβάλλουν τον κύλινδρο τής μηχανής μιας μοτοσυκλέτας
μσν.-αρχ.
1. προεξέχουσα στέγη ναού ή άλλου οικοδομήματος («καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῡ ἱεροῡ», ΚΔ)
2. διακοσμητική ταινία τού αρχιερατικού μανδύα
3. μεμβράνη τού εγκεφάλου
αρχ.
1. το άκρο τής ουράς τών καρκινοειδών
2. καθεμιά από τις τριγωνικές προεξοχές που σχηματίζουν τον όνυχα τής άγκυρας
3. μετάλλινα ελάσματα που κρέμονταν από τον θώρακα και κάλυπταν το σώμα από τη μέση ώς τα γόνατα
4. στον πληθ. τὰ πτερύγια
α) οι φολίδες τού θώρακα
β) τα άκρα τού λοβού τού πνεύμονα
γ) προεξοχές για να συγκρατούν τον προωθητήρα τού βλήματος τού καταπέλτη, που λειτουργούσε περιστροφικά
5. κηλίδα στον λίθο βήρυλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτερύγιο — πτερύγιο, το και φτερούγι, το 1. μικρό φτερό. 2. καθετί που μοιάζει με φτερό: Πτερύγιο του ψαριού. – Πτερύγιο του αυτιού. – Πτερύγιο της μύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • γανοειδείς — Ομάδα ψαριών της παλιάς ταξινόμησης, η οποία σήμερα έχει διαχωριστεί και τα άτομά της κατανέμονται σε δύο υπερτάξεις: τους χονδρόστεους και τους ολόστεους. Οι γ. ήταν άλλοτε πολυάριθμοι, σήμερα όμως έχουν απομείνει μόλις λίγα γένη, τα οποία είναι …   Dictionary of Greek

  • αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • δελφιναπτερίδες — (delphinapteridae).Οικογένεια κητωδών θηλαστικών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει κήτη που μοιάζουν πολύ με τα δελφίνια. Έχουν μεγάλο σφαιρικό κεφάλι, δόντια μικρού μεγέθους και στο πάνω σαγόνι τους φυτρώνει ένας δυνατός χαυλιόδοντας, μήκους… …   Dictionary of Greek

  • θράψαλο — Κεφαλόποδο που μοιάζει με το καλαμάρι, από το οποίο διακρίνεται εύκολα, επειδή το τριγωνικό του πτερύγιο δεν ξεπερνά το μισό του μήκους του σώματός του, ενώ το αντίστοιχο πτερύγιο του καλαμαριού είναι μεγαλύτερο. Κοινότατο στη Μεσόγειο, ζει στο… …   Dictionary of Greek

  • θύμαλλος — (Τhymallus). Γένος ψαριών της οικογένειας των σαλμονιδών. Τα είδη του είναι ο θ. ο κοινός και ο θ. ο αρκτικός. Ο θ. ο κοινός είναι ψάρι με μεταλλικό μπλε και ασημί χρώμα, διογκωμένη ράχη και πολύ ανεπτυγμένο πτερύγιο, το οποίο διαχωρίζεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”